Υστερομινωικη Περίοδος (1560 - 1050 π.Χ.)

 

 


  

Η Υστερομινωική Εποχή αρχίζει με μία νέα σεισμική καταστροφή και η τελική ανοικοδόμηση των ανακτόρων ξεκινάει γύρω στα 1600 π.Χ. Ο 16ος αιώνας αποτελεί την περίοδο της μεγάλης ακμής του μινωικού πολιτισμού. Τα κύρια στοιχεία της ακμής μπορεί κανείς να τα αναζητήσει σε όλες τις εκδηλώσεις του βίου, πολιτικού, κοινωνικού, οικονομικού, θρησκευτικού, δημόσιου και ιδιωτικού και σε όλες τις εκδηλώσεις της τέχνης. Η κοινωνική δομή ουσιαστικά δεν άλλαξε κατά την Υστερομινωική περίοδο, εκτός από κάποιες τροποποιήσεις που διευκόλυναν την ομαλή διακυβέρνηση του κράτους. Οι βασιλείς ήταν επικεφαλής ενός πολυπληθούς ιερατείου και συγκέντρωναν στα χέρια τους την πολιτική και θρησκευτική εξουσία. Η μινωική επίδραση είναι πολύ έντονη στον ελλαδικό πολιτισμό, όπως φαίνεται από τις πολυάριθμες εισαγωγές ή μιμήσεις κρητικών προϊόντων στις Μυκήνες και σε νησιά του Αιγαίου όπως η Ρόδος, τα Κύθηρα και η Μήλος. Στη Μήλο η υιοθέτηση της Γραμμικής Α γραφής και του μινωικού μετρικού συστήματος φανερώνουν ότι υπήρχαν δεσμοί στενότεροί από απλές εμπορικές σχέσεις. Εκεί όμως που η μινωική επίδραση είναι ισχυρότερη από οποιαδήποτε άλλη περιοχή είναι η Θήρα, οπού όλες οι εκφράσεις της ζωής, της θρησκείας και της τέχνης ακολουθούν το μινωικό πρότυπο.

Με τις περιοχές έξω από το Αιγαίο οι εμπορικές σχέσεις συνεχίζονται· από την Κύπρο εισάγεται χαλκός, από την Συρία ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμοι λίθοι αλλά και κάποιες ενδυματολογικές συνήθειες, όπως στην περίπτωση που το τυπικό της λατρείας επιβάλλει στα ανδρικά μέλη του ιερατείου να φορούν γυναικεία ενδύματα. Οι σχέσεις της Κρήτης με την Αίγυπτο φτάνουν, την περίοδο αυτή, στην ύψιστή τους ακμή και το νησί αναφέρεται στις αιγυπτιακές πηγές σαν η χώρα του Κεφτιού.

Τα νέα ανάκτορα

Γύρω στο 1600 π.Χ. όταν έχουν ήδη διαμορφωθεί τα εξωτερικά και εσωτερικά πλαίσια οργάνωσης, οικοδομούνται τα νεότερα ανάκτορα που θα καταστραφούν γύρω στο 1450 π.Χ. Τα ανάκτορα αυτά έχουν κατά κανόνα ξύλινους αντισεισμικούς σκελετούς, χτίζονται στην ίδια θέση με τα προηγούμενα και καταλαμβάνουν την ίδια περίπου έκταση. Επιπλέον διατηρούν τους ίδιους χώρους, εργαστήρια και αποθήκες, και τα ίδια βασικά στοιχεία με τα παλαιότερα, όπως ο προσανατολισμός και η ύπαρξη μίας κεντρικής και μίας δυτικής αυλής. Ταυτόχρονα παρατηρείται μία τάση τελειοποίησης της αρχιτεκτονικής μορφής που διαφοροποιείται σε κάθε ανάκτορο, ανάλογα με τη σημασία και την ισχύ του αλλά και τα διαθέσιμα υλικά και τους τεχνίτες. Η κεντρική αυλή παραμένει πάντοτε το νευραλγικότερο σημείο του ανακτόρου καθώς αποτελεί τον κόμβο μέσω του οποίου γίνεται η επικοινωνία με όλους του υπόλοιπους χώρους του συγκροτήματος και συνιστά τον τόπο τέλεσης θρησκευτικών λειτουργιών και συναθροίσεων.

Κνωσός, άποψη του ανακτόρου Κνωσός, τμήμα των νότιων προπυλαίων

Μινωικές επαύλεις

Όλη αυτή η εξάπλωση του πολιτισμού, ο εποικισμός και η εντατικοποίηση των εμπορικών σχέσεων απαιτούσε όπως ήταν φυσικό, πολύ καλή εσωτερική οργάνωση και διοίκηση. Γύρω στο 1600 π.Χ. εμφανίζονται εκτεταμένα κτίρια - επαύλεις- που είναι έδρες τοπικών αρχόντων.

Οι επαύλεις χτίζονται συνήθως σε μέρη εύφορα, ή πάνω σε βασικούς δρόμους επικοινωνίας και διακρίνονται για τις πολλές εγκαταστάσεις αγροτικής οικονομίας και τοπικής βιοτεχνίας· έτσι συχνά είναι τα πατητήρια, τα εργαστήρια κεραμικής και οι ειδικές εγκαταστάσεις αποχέτευσης και απόρριψης άχρηστων υλικών ενώ πιο σπάνιες είναι οι εγκαταστάσεις ελαιοπιεστηρίων. Σε όλες σχεδόν τις αγροικίες βρέθηκαν πλήθος υφαντικά βάρη, γεγονός που αποδεικνύει ότι η υφαντουργία αποτελούσε μία από τις βασικές ασχολίες των κατοίκων τους.

Μινωική έπαυλη στην αγία Τριάδα Μινωική έπαυλη στο Βαθύπετρο

Η επιλογή της θέσης οικοδόμησης, η ύπαρξη εγκαταστάσεων και γενικά η όλη οργάνωση των επαύλεων, δείχνει ότι οι τοπικοί άρχοντες έπαιρναν μέρος στην οργάνωση, τη διοίκηση και τον έλεγχο του κράτους.

Η διάρθρωση του κράτους με αυτόν τον τρόπο βοήθησε αναμφίβολα την εντατικοποίηση της αγροτικής, βιοτεχνικής και κτηνοτροφικής παραγωγής. Ο τοπάρχης ήταν υπεύθυνος για την οργάνωση και την εποπτεία της περιοχής του και προφανώς ελέγχονταν από τα ανάκτορα που ήταν οι φορείς του βασιλικού εμπορίου και εφοδίαζαν τη διεθνή αγορά με κρητικά προϊόντα και έργα τέχνης.